ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ: Dilaz Hellas Dilaz Hellas :GREEK ANTHEM

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

Η ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΕΥΖΩΝΑ

Φώτο 01:
Παρέλαση των Ευζώνων

ΤΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΕΥΖΩΝΑ

Τα κυρίως μέρη της Ευζωνικής Στολής είναι :
  • Ο Σκούφος (φάριο), φτιαγμένο από κόκκινη τσόχα. Ο σκούφος φέρει μια μεταξωτή μαύρη φούντα. Το σχήμα της θεωρείται πως συμβολίζει το δάκρυ του Χριστού στη Σταύρωση.
  • Το Πουκάμισο (υποδήτης), λευκό με μεγάλο άνοιγμα μανικιών, συμβολίζει την αγνότητα των εθνικών αγώνων.
  • Το Γιλέκο (φέρμελη), με κέντημα σπάνιας χειροποίητης τεχνικής. Το κέντημα του γιλέκου, με λευκά ή επίχρυσα νήματα, έχει διάφορα σχέδια μεγάλης παραδοσιακής και λαογραφικής σημασίας. Ένα από αυτά αποτελούν τα αρχικά 'Χ' και 'Ο', τα οποία θεωρείται ότι αντιστοιχούν στις λέξεις 'Χριστιανός' και 'Ορθόδοξος'.
  • Η Φουστανέλλα, από λευκό ύφασμα 30 μέτρων. Οι δίπλες (πιέτες) της φουστανέλας είναι 400, όσα δηλαδή και τα χρόνια της τουρκοκρατίας στην Ελλάδα.
  • Η Περισκελίδα, το μακρύ κόκκινο παντελόνι των αξιωματικών και οι μάλλινες λευκές κάλτσες των Ευζώνων.
  • Η Ζώνη με τις Φυσιγγιοθήκες της και
  • Οι Επικνημίδες (καλτσοδέτες), μαύρου χρώματος για τους Εύζωνες και μπλέ για τους Αξιωματικούς.

Εκτός από τα παραπάνω μέρη της στολής, που είναι κοινά στους Εύζωνες και τους Αξιωματικούς, υπάρχουν ακόμη και:
  • Τα Τουζλούκια (περικνημίδες), τα Σταβάλια (μποτάκια κόκκινα) και η Σπάθα του 1821 για τους Αξιωματικούς, και
  • Ο Ανάσπαστος (εσωτερική ζώνη που κρατά σταθερά τις κάλτσες στη θέση τους) και τα Κρόσια (μπλέ και άσπρου χρώματος κορδόνια, δηλαδή τα Εθνικά χρώματα της Σημαίας μας) και τα παραδοσιακά Τσαρούχια για τους Εύζωνες. Τα Τσαρούχια είναι εξ' ολοκλήρου χειροποίητα από σκληρό κόκκινο δέρμα και σόλα οπλισμένη με 60 καρφιά. Το ζευγάρι ζυγίζει περίπου τρία κιλά. Η μύτη του τσαρουχιού καταλήγει σε μια αιχμηρή προεξοχή που καλύπτεται από μια όμορφη, μαύρη φούντα. Θεωρείται πως η αρχική τους χρήση ήταν να κρύβονται σε αυτές μικρά κοφτερά αντικείμενα που θα μπορούσαν αιφνιδιαστικά να τραυματίσουν τον εχθρό σε μία 'σώμα με σώμα' μάχη.
Πηγή Πληροφοριών Άρθρου: Προεδρική Φρουρά

©dilaz

Σάββατο 23 Αυγούστου 2008

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ

Φώτο 01: Το Μνημείο της μάχης των Θερμοπυλών

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ

Τον Αύγουστο του 480 π.Χ. ελληνικός στρατός από 7.000 μόλις άνδρες, υπό τον βασιλιά Λεωνίδα και 300 Σπαρτιάτες, πολέμησαν εδώ στις Θερμοπύλες εναντίον 250.000 ανδρών υπό τον Ξέρξη, τον βασιλιά της Περσίας. Διακυβευόταν ο Ελληνικός Πολιτισμός.

Πριν από 2.500 έτη, η Ελλάδα δεν ήταν ένα ενωμένο κράτος, αλλά μια σειρά από πόλεις κράτη, όπως η Αθήνα, η Κόρινθος, η Σπάρτη. Κάθε πόλη κράτος είχε δικούς της νόμους και σύστημα διακυβέρνησης. Οι Έλληνες ζούσαν υπό τη σκιά της τρανής Περσικής αυτοκρατορίας που εκτείνονταν στην Τουρκία, την Βόρεια Αίγυπτο, το Αφγανιστάν, την Ινδία, το Ιράκ, το Ιράν. Καταλάμβανε τα 2/3 του τότε γνωστού κόσμου.

Αυτό δεν αρκούσε στον βασιλιά των Περσών, τον Ξέρξη. Ήθελε να επεκταθεί στην Ευρώπη. Η Ελλάδα θα ήταν η δίοδος.

Δέκα χρόνια νωρίτερα, ο πατέρας του Ξέρξη ο Δαρείος, είχε ηττηθεί στον Μαραθώνα. Ο Ξέρξης ήταν αποφασισμένος να μην υποστεί την ίδια ταπείνωση. Συγκέντρωσε τεράστιο στρατό από όλες τις γωνιές της επικράτειάς του. Περίπου 250.000 άνδρες εξέδραμαν κατά της Ελλάδας.

Η περσική εκστρατεία κατά της Ελλάδας, ήταν η μητέρα των εκστρατειών. Δεν είχε υπάρξει άλλο τέτοιο εγχείρημα στην αρχαία πολεμική ιστορία.

Το 480 π.Χ., ο Ξέρξης διέσχισε τον Ελλήσποντο και πέρασε στην Βόρειο Ελλάδα. Ο περσικός στόλος έπλευσε στις ακτές. Οι πόλεις έπεφταν διαδοχικά.

Ο Ξέρξης ήταν πολύ βίαιος. Πατούσε επί πτωμάτων για να επιτύχει ό,τι ήθελε.

Αυτό που ήθελε ο Ξέρξης, ήταν η Αθήνα. Οι Έλληνες έπρεπε να τον σταματήσουν στις Θερμοπύλες.

Φώτο 02: Η Θερμοπύλες

Λόγω της μορφολογίας της ελληνικής χερσονήσου στις Θερμοπύλες μπορούσε μόνο να παραταχθεί ένας τόσο μεγάλος στρατός.

Η πόλη ονομάστηκε «Θερμές Πύλες» λόγω των ιαματικών πηγών. Από τη μία τα βουνά, από την άλλη ο Μαλιακός Κόλπος. Το στενό πέρασμα ήταν εύκολο να προστατευθεί, ωστόσο αποτελούσε την πύλη της Ελλάδας. Σε 2000 έτη, η θάλασσα κι ο άνεμος διέβρωσαν το πεδίο της μάχης, και δεν ήταν όπως φαίνεται σήμερα.

Οι Έλληνες έστειλαν 7.000 άνδρες για να υπερασπιστούν το πέρασμα. Μεταξύ αυτών ήταν 300 στρατιώτες από την Σπάρτη, μια πόλη-κράτος αντίθετη από την δημοκρατική, κοσμοπολίτικη Αθήνα.

Η Σπαρτιατική κοινωνία ήταν το αντίπαλο δέος της Αθηναϊκής. Η αθηναϊκή κοινωνία καλοδεχόταν όποιον ήθελε να συμμετάσχει. Η σπαρτιατική ήταν μια πολύ κλειστή κοινωνία.

Οι Σπαρτιάτες εκπαιδεύονταν ως στρατιώτες αποκλειστικά. Από επτά χρονών, τα αγόρια εκπαιδεύονταν στον πόλεμο. Ο στρατός ήταν η ζωή τους, ακόμα και οι παντρεμένοι ζούσαν στο στρατόπεδο.

Η Σπάρτη ήταν μικρή πόλη, με 9.000 πολίτες με πλήρη δικαιώματα. Στον στρατό όλοι ήταν γνωστοί μεταξύ τους. Στεκόσουν σε παράταξη δίπλα στον αδερφό σου ή τον πατέρα σου. Τα ξαδέρφια σου ήταν κάπου εκεί κοντά.

Ήταν οι αρχηγοί, η αιχμή του δόρατος και η ραχοκοκαλιά του στρατού. Από κάθε άποψη, η δική τους παρουσία, ανέδειξε τις Θερμοπύλες.

Φώτο 03: Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωνίδας

Των 300 Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες ηγήθηκε ο βασιλιάς τους, ο Λεωνίδας. Δεν ήταν αισιόδοξοι για τις πιθανότητες ενάντια στον Ξέρξη. Και μόνο που είχαν εκστρατεύσει σε περίοδο θρησκευτικών εορτών ήταν κακός οιωνός. Οι Έλληνες είχαν λάβει άσχημα νέα απ’ την Πυθία στο Μαντείο των Δελφών. Είχε προβλέψει ότι ο βασιλιάς της Σπάρτης θα πέθαινε για τη νίκη. Ο Λεωνίδας, όμως δεν ζούσε με τον φόβο της δυσοίωνης προφητείας.

Ήταν ένας άνδρας αποφασιστικός και εξαιρετικά γενναίος. Πρέπει να ήταν άνω των 50 ετών, δεν ήταν πολύ νέος. Για τα δεδομένα των Ελλήνων βρισκόταν σε ηλικία συνταξιοδότησης.

Οι Σπαρτιάτες φορούσαν χάλκινη πανοπλία που φόβιζε τον εχθρό. Κάθε άνδρας κρατούσε μία ασπίδα σαν ρηχό ξύλινο κύπελλο με βαμμένο μπροστά το γράμμα «Λ», που σήμαινε Λακεδαιμόνιοι. Το κύριο όπλο ήταν το δόρυ. Είχε μήκος περίπου 3 μέτρα με αιχμηρό ακόντιο και σιδερένια ακμή. Στη μάχη εξ’ επαφής χρησιμοποιούσαν το ξίφος. Οι Πέρσες εν αντιθέσει έφεραν ελαφρύ οπλισμό. Στηρίζονταν στη γρήγορη μετακίνηση στα ανοιχτά υψίπεδα. Ο Ξέρξης βασιζόταν στους Μήδους που ήταν φονικοί τοξότες. Ωστόσο την αφρόκρεμα αποτελούσαν οι 10.000 Αθάνατοι.

Οι Αθάνατοι ήταν η αφρόκρεμα του Περσικού στρατού. Οι Έλληνες τους αποκαλούσαν «Αθάνατους» διότι πίστευαν ότι όποτε ένας εξ αυτών σκοτωνόταν, αμέσως αντικαθίστατο.

Ο Λεωνίδας και οι άνδρες του φύλαξαν το στενότερο σημείο του περάσματος. Οι 7.000 Έλληνες στρατιώτες είχαν παραταχθεί πίσω τους. Μάχονταν από ένα χαμηλό τείχος. Στο μεταξύ, ο Ξέρξης οδήγησε τον στρατό στην πεδιάδα πριν το πέρασμα.

Ο Ξέρξης περίμενε τέσσερις μέρες αφ’ ότου ο στρατός έλαβε θέση. Δεν πίστευε ότι οι Έλληνες θα έμεναν να πολεμήσουν, το θεωρούσε αστείο.
Οι Πέρσες έστειλαν έφιππο αγγελιοφόρο στους Σπαρτιάτες, που γυμνάζονταν εκείνη την ώρα. Είχαν απλώσει λάδι και χτενίζονταν. Ο αγγελιοφόρος απόρησε για το τι έκαναν, για την αλαζονεία τους. Εκείνοι όμως προετοιμάζονταν για μάχη μέχρι θανάτου.

Την πέμπτη μέρα, η υπομονή του Ξέρξη εξαντλήθηκε. Ο Ξέρξης έστησε τον θρόνο του στον γειτονικό λόφο. Από ψηλά διέταξε τον στρατό του να επιτεθεί. Από τις επάλξεις, οι Έλληνες έβλεπαν μερικές μόνο χιλιάδες στρατιώτες, που προηγούνταν των Μηδών που ελλόχευαν στα βουνά. Ο Λεωνίδας κράτησε τους Σπαρτιάτες και διέταξε να προχωρήσουν οι υπόλοιποι. Η μάχη των Θερμοπυλών είχε αρχίσει. Δεν θα εξελισσόταν σε περίπατο όπως φανταζόταν ο Ξέρξης. Ο Πέρσης βασιλιάς Ξέρξης βλέπει έκπληκτος τους 5.000 Έλληνες να κλείνουν την είσοδο στην κοιλάδα. Σχηματίζουν φάλαγγα με ένα δάσος από δόρατα.

Ο διοικητής έδινε το σήμα για την ώθηση. Οι στρατιώτες από πίσω έσπρωχναν με τις ασπίδες τους μπροστινούς. Έτσι τους έσπρωχναν εναντίον του εχθρού που άρχιζε να οπισθοχωρεί. Μια ζωή εκπαιδεύονταν για αυτή τη στιγμή.
Φώτο 04: Η αδιαπέραστη Σπαρτιατική φάλαγγα

Η φάλαγγα είχε βάθος 18 άνδρες και πλάτος 64 άνδρες. Οι ασπίδες κάλυπταν η μία την άλλη σαν φολίδες στη ράχη φιδιού. Ήταν αδιαπέραστες. Οι πρώτες τρεις σειρές χαμήλωσαν τα δόρατα και κινήθηκαν κατά των Μηδών. Εν αντιθέσει με τους Έλληνες, οι Μήδοι έφεραν ελαφρύ οπλισμό με ελαφριές ψάθινες ασπίδες και δόρατα. Πριν προχωρήσουν, οι Μήδοι έριξαν καταιγισμό βελών. Ο Λεωνίδας έστειλε κι άλλους άνδρες στην φάλαγγα, πιέζοντας με το βάρος τους τη ράχη των συμπολεμιστών τους. Ο ορίζοντας σκοτείνιασε από τον καταιγισμό των βελών.

Το ελληνικό πεζικό είχε χάλκινη ασπίδα, με δρύινη εσωτερική επένδυση. Ήταν σαν μια τάβλα κουζίνας. Μπορείς να την χτυπήσεις με τσεκούρι, όμως δεν σπάει.

Όταν οι Έλληνες κουράστηκαν ο Λεωνίδας έστειλε τους Σπαρτιάτες. Προχώρησαν στην φάλαγγα καθώς οι εξαντλημένοι Έλληνες αποχώρησαν.

Προέλαυναν μιλώντας μεταξύ τους, εμψυχώνοντας ο ένας τον άλλον, ενώ ο εχθρός πλησίαζε. Με κάθε βήμα ο τρόμος μεγάλωνε.

Οι εκπαιδευμένοι Σπαρτιάτες σφάγιαζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Οι Μήδοι είδαν ότι τα τόξα τους ήταν άχρηστα και τράβηξαν στις σπαρτιάτικες ασπίδες. Οι Σπαρτιάτες τράβηξαν το ξίφος και τότε άρχισε η μεγάλη σφαγή.

Πεινάς, διψάς, είσαι κουρασμένος ή τραυματισμένος; Δεν έχει σημασία. Είσαι πολεμιστής θα πολεμήσεις!

Λόγω μικρού χώρου, η αριθμητική υπεροχή των Περσών πήγε χαμένη. Δεν χωρούσαν αρκετοί άνδρες στη μάχη εναντίον των αδίστακτων σφαγιαστών.

Ο πόλεμος τότε γινόταν με τα χέρια, κανείς δεν πυροβολούσε. Δεν υπήρχαν βόμβες, σκότωνες τον εχθρό που έβλεπες μπροστά σου.

Ένας- ένας οι Πέρσες σκοτώνονταν πασχίζοντας να διασπάσουν τη φάλαγγα. Ο Λεωνίδας έλεγε ότι ο Ξέρξης είχε πολλούς άνδρες μα όχι στρατιώτες. Ωστόσο και στο ελληνικό στρατόπεδο ήταν πολλές οι απώλειες. Τη δεύτερη μέρα της μάχης, οι Πέρσες δεν σημείωσαν καμία πρόοδο. Δεν ήταν προετοιμασμένοι για μάχη μακριά από την κοιλάδα, όπου το ιππικό και το ελαφρύ πεζικό θα έκριναν το αποτέλεσμα. Καθισμένος στον θρόνο του, στον λόφο, ο Ξέρξης εκνευρίστηκε. Πηδούσε από το ένα πόδι στο άλλο σαν θεατής σε ποδοσφαιρικό αγώνα.

Ο Ξέρξης είπε: «Πηγαίνετε να καταλάβετε το πέρασμα και να τους τσακίσετε». Οι ελαφρώς οπλισμένοι Μήδοι τα έβαλαν με τον βαρύ ελληνικό οπλισμό. Εύλογα οι Έλληνες τους διέλυσαν.

Ο Ξέρξης αποφάσισε να παίξει τον άσσο του και να στείλει τους Αθανάτους. Παρά τους εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες, η μάχη θα κρινόταν μεταξύ των 10.000 Αθανάτων και των 300 Σπαρτιατών. Ήταν τρομερό θέαμα, κρατούσαν τόξα, δόρατα και μαχαίρια. Ο ένας μετά τον άλλον, όμως σωριάζονταν νεκροί.

Οι Πέρσες δεν μπορούσαν να διασπάσουν την ελληνική άμυνα. Οι Έλληνες έβαλαν κατά βούληση. Οι Έλληνες ήξεραν να πολεμούν εξ’ επαφής και να κερδίζουν έδαφος.

Οι Σπαρτιάτες δεν λύγιζαν. Ο Ξέρξης χρειαζόταν ένα θαύμα. Ήρθε από απροσδόκητη πηγή. Ο Έλληνας προδότης Εφιάλτης είδε την ευκαιρία να πλουτίσει γρήγορα. Είπε στον Ξέρξη ότι πέρασμα πάνω από το όρος θα τον φέρει πίσω απ’ τον εχθρό.

Έκτοτε η λέξη «Εφιάλτης» απέκτησε στην ελληνική γλώσσα τη σημασία του κακού ονείρου, που ισχύει μέχρι και σήμερα.

Μέσα στη νύχτα, οι Πέρσες πέρασαν το μονοπάτι. Το πρωί της τρίτης μέρας, βρέθηκαν πίσω από τους Σπαρτιάτες. Ο Λεωνίδας είχε υπερφαλαγγισθεί. Ήξερε ότι ήταν η τελευταία του μάχη. Για να αποφύγει τα περιττά θύματα έδιωξε τον ελληνικό στρατό. Οι Σπαρτιάτες και οι Θηβαίοι έμειναν να πολεμήσουν μέχρι τελικής πτώσης.

Πρέπει να ήταν εκπληκτική στιγμή όταν αποχωρούσε ο στρατός. Γενναίοι άνδρες ήξεραν ότι θα ζήσουν, ενώ άλλοι λάμβαναν θέσεις γνωρίζοντας ότι θα πεθάνουν.

Ένας από τους Έλληνες είπε ότι οι Πέρσες είχαν τόσους τοξότες που τα βέλη τους θάμπωναν τον ήλιο. «Ωραία», είπαν οι Σπαρτιάτες, «θα πολεμήσουμε στη σκιά».

Όποτε λεγόταν κάτι τέτοιο, οι Σπαρτιάτες γελούσαν για να μην τρομάξουν.

Ο Λεωνίδας ήταν σοβαρός. Διέταξε τους άνδρες του να προγευματίζουν, λέγοντας ότι το βράδυ θα δειπνούσαν στον Άδη. Η μάχη άρχισε. Οι Πέρσες υπέστησαν τρομερές απώλειες. Τότε ο Λεωνίδας έπεσε. Οι άνδρες του έτρεξαν να τον σώσουν απ’ την αρπαγή.

Οι Έλληνες πολεμούσαν έτσι ώστε να σώσουν το πτώμα του Λεωνίδα από τους Πέρσες, την ύστατη ώρα της ήττας. Αυτό συμβολίζει πόσο σημαντική είναι η θέση του βασιλιά.

Ο Ξέρξης προσπάθησε να πολεμήσει σώμα με σώμα, αλλά δεν μπόρεσε να κάμψει τους Σπαρτιάτες. Είχε χάσει σχεδόν 10.000 άνδρες μεταξύ αυτών και τους αδερφούς του. Αποφάσισε να αποσύρει τα στρατεύματα. Θα αποτελείωνε τους Σπαρτιάτες από απόσταση με τα βέλη. Οι Σπαρτιάτες θεωρούσαν το τόξο όπλο των δειλών διότι σκότωνε από μακριά. Χιλιάδες βέλη έπληξαν τους Σπαρτιάτες ώσπου δεν σώθηκε κανείς. Τους αποτελείωσε το όπλο που περιφρονούσαν περισσότερο απ’ όλα.

Έξαλλος ο Ξέρξης διέταξε τους άνδρες του να βρουν τον Λεωνίδα, να τον αποκεφαλίσουν και να παλουκώσουν το κεφάλι του. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς ανάγκασε τον Ξέρξη να πληρώσει αδρά στη μάχη. Δέκα χιλιάδες άνδρες ήταν ελάχιστοι για έναν τόσο μεγάλο στρατό, ωστόσο ήταν μέγιστο πλήγμα για τον Ξέρξη και το ηθικό του στρατού, που εξεπλάγησαν διότι οι Έλληνες πολέμησαν για μία ιδέα, την Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α.

Ο Ξέρξης προέλασε από τις Θερμοπύλες για να καταλάβει την Αθήνα. Οι κάτοικοι και ο στρατός, όμως, είχαν τραπεί σε φυγή. Αργότερα εκείνη τη χρονιά, ο αθηναϊκός στόλος νίκησε τους Πέρσες στην περίφημη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Το μεγάλο σχέδιο του Ξέρξη καταστράφηκε.

Εάν οι Σπαρτιάτες δεν είχαν πολεμήσει στις Θερμοπύλες, η ελληνική άμυνα θα είχε καταρρεύσει από πολύ νωρίς.

Για τους Έλληνες είχε μιλήσει η μοίρα. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς είχε πεθάνει. Ο Πέρσης βασιλιάς είχε ηττηθεί, όπως είχε προβλέψει η Πυθία από το Μαντείο των Δελφών.

Αφανίστηκαν πολλοί σπουδαίοι πολιτισμοί που άφησαν μεγάλα μνημεία. Οι Σπαρτιάτες δεν άφησαν τίποτα παρά μόνο εκείνη τη μάχη που παραμένει αλησμόνητη και ζωντανή μέχρι σήμερα.

Για τους Έλληνες, η ανδρεία και ο ηρωισμός στις Θερμοπύλες αποτέλεσε μήνυμα ελπίδας και υπερηφάνειας. Οι 300 Σπαρτιάτες δεν λησμονήθηκαν ποτέ. Ο ποιητής Σιμωνίδης συνέθεσε τον επιτάφιό τους. «Πες στους Σπαρτιάτες, περαστικέ ξένε, ότι κείμεθα εδώ, νομοταγείς».

«Ω, ξειν’, αγγέλειν Λακεδαιμονίοις,
ότι τήδε κείμεθα τοις κεινών ρήμασι πειθόμενοι»

©2008

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2008

ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ 1940


ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Στις 5 Οκτωβρίου, η VIII Μεραρχία βρισκόταν στις θέσεις της, πλήρως επιστρατευμένη, ενισχυμένη με ένα σύνταγμα ευζωνικό, το 42ο της Λαμίας, που έφερε τη δόξα της Μικρασιατικής Εκστρατείας στη σημαία του, ένα σύνταγμα ορειβατικού πυροβολικού και μια μοίρα βαρέος.

Για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των πολεμικών αναγκών, το μέτωπο Ηπείρου, στη γραμμή ανασχέσεως Ελαίας – Καλαμά, όπου θα δίδονταν οι αποφασιστικές μάχες, διαιρέθηκε σε τρεις τομείς – στον τομέα Θεσπρωτίας (Υποστράτηγος Νικόλαος Λιούμπας), στον τομέα Καλαμά (Συνταγματάρχης Γεώργιος Γιατζής) και στον τομέα Νεγράδων (Συνταγματάρχης Γεώργιος Ντρες) – και προκάλυψη. Σύμφωνα με διαταγή του ΓΕΣ, η αποστολή της προκαλύψεως, «περιορίζεται εις το να δώση τον απαιτούμενον χρόνον συναγερμού και καταλήψεως της τοποθεσίας αντιστάσεως και εις το να κερδίση τον δυνατόν χρόνον διά της επιβραδύνσεως του αντιπάλου, άνευ όμως φθοράς των μέσων της. Το τελευταίον τούτον είναι ουσιώδες (…)».

Στις 27 Οκτωβρίου, η VIII Μεραρχία είχε συμπληρώσει την επιστράτευσή της. Στα ελληνοαλβανικά σύνορα οι Έλληνες στρατιώτες αντιλαμβανόταν ότι οι Ιταλοί ήταν έτοιμοι να εκδηλώσουν την επίθεσή τους. Περίμεναν όμως ψύχραιμοι και αποφασισμένοι να τους αντιμετωπίσουν.

Έντονη κινητικότητα υπήρχε και στο στρατηγείο της Μεραρχίας, στα Ιωάννινα. Ο Κατσιμήτρος με τους συνεργάτες του, τον Αντισυνταγματάρχη Χαρ. Δρίβα, επιτελάρχη και τον Ταγματάρχη Π. Πετρουτσόπουλο, διευθυντή του 3ου Επιτελικού Γραφείου ήσαν αποδέκτες ανησυχητικών μηνυμάτων. Προκειμένου να διαμορφώσουν πλήρη εικόνα για την κατάσταση, ανέμεναν το Συνταγματάρχη Μαυρογιάννη, ο οποίος είχε οργώσει ολόκληρη σχεδόν την παραμεθόρια για να διαπιστώσει την ετοιμότητα του Ελληνικού Στρατού και τις κινήσεις του εχθρού. Είχε, ήδη, νυχτώσει για τα καλά όταν έφθασε. Η εκτίμησή του ήταν ότι, «η εισβολή ήταν θέμα ωρών».

Ο Μέραρχος αμέσως επικοινώνησε τηλεφωνικά με το ΓΕΣ. Στην άλλη άκρη του τηλεφώνου ήταν ο Αντισυνταγματάρχης Κορώζης, στον οποίο μεταβίβασε τα ακόλουθα:

«Αναφέρατε παρακαλώ εις τον κ. Αρχηγόν του ΓΕΣ ότι η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αύριο την πρωίαν, ίσως δε και κατά την διάρκειαν της νυκτός 27 με 28 Οκτωβρίου, θα έχωμεν ιταλικήν επίθεσιν (…). Μπορεί να μην έχω το ανάστημα του στρατηγού Πεταίν, όστις κατά το 1916 αμυνόμενος σθεναρώς του Βερντέν, είπε ότι δεν θα περάσουν οι Γερμανοί – όπως και δεν επέρασαν – αλλά δύναμαι να βεβαιώσω εν πλήρη πεποιθήσει ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί από το Καλπάκι (…)»
.

Στις 03:45 της 28ης Οκτωβρίου, ο Κατσιμήτρος δέχθηκε τηλεφώνημα από τον Κορώζη: «Πόλεμος (…) Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως απέρριψε ιταλικόν τελεσίγραφον (…). Ο κ. Αρχηγός ανέλαβεν Αντιστράτηγος (…)». Αμέσως, συνέταξε την πρώτη πολεμική διαταγή, στην οποία μεταξύ άλλων, ανέφερε:

Φώτο 02:
Η Ημερήσια διαταγή της VIII Μεραρχίας της 28ης Οκτωβρίου 1940

«Αξιωματικοί και οπλίται της VIII Μεραρχίας.

Ο πρέσβυς της Ιταλίας εν Αθήναις εζήτησεν από την κυβέρνησιν ημών να εισέλθη ιταλικός στρατός εις το έδαφός μας. Η κεβέρνησις απέρριψε την αίτησιν ταύτην και διέταξεν αντίστασιν και απόκρουσιν της εισβολής.


Ήδη διανοίγεται το στάδιον της εκτελέσεως του υπερτάτου προς την πατρίδαν καθήκοντος, δι’ αντιστάσεως, μέχρις εσχάτων, συμφώνως προς το σχέδιον ενεργείας.


Αμυνθήτε του ιερού πατρίου εδάφους μετά φανατισμού εναντίον του επιδρωμέως, όστις ήλθε να προσβάλη τούτο αναιτίως.


Αναμνησθήτε των ενδόξων παραδόσεων του Έθνους μας και πολεμήσατε μετά λύσσης κατά του εχθρού (…)»
.

Πηγή: (Περιοδικό: Β' Παγκόσμιος Πόλεμος)

®2008

Τρίτη 19 Αυγούστου 2008

ΤΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ 1940

Φώτο 01:
Οι θέσεις των Ελληνικών και Ιταλικών δυνάμεων
κατά την εισβολή των Ιταλών το 1940

ΤΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

Το ιταλικό σχέδιο κατάληψης της Ελλάδας προέβλεπε δύο διεισδύσεις.

Η πρώτη στην οροσειρά της Πίνδου, με τελικό στόχο το Μέτσοβο και την ομώνυμη διάβαση που θα απέκοπτε την Ήπειρο από την Θεσσαλία.
Η δεύτερη θα γινόταν στη Θεσπρωτία, με τελικό στόχο την Πρέβεζα, η κατάληψη της οποίας θα εξασφάλιζε στο ιταλικό στόχο την Πρέβεζα, η κατάληψη της οποίας θα εξασφάλιζε στο ιταλικό ναυτικό μια στέρεη βάση, όπου θα μπορούσαν να αποβιβαστούν ενισχύσεις και εφόδια, που θα επέτρεπαν τη συνέχιση των επιχειρήσεων προς την Αθήνα. Στο κέντρο, προς τα Ιωάννινα, θα επιχειρούσε η τεθωρακισμένη μεραρχία «Κένταυροι» για να καθηλώσει τις κύριες ελληνικές δυνάμεις της Ηπείρου. Στη Δυτική Μακεδονία, οι εκεί ιταλικές δυνάμεις θα κρατούσαν αμυντική στάση μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση στην Ήπειρο.

Οι ιταλικές δυνάμεις πίστευαν ότι η κατάληψη του κόμβου του Ελαίας θα ολοκληρωνόταν σε τέσσερις ημέρες, καθώς, μάλιστα, επιδίωκαν να βρεθούν σε στρατηγικά σημεία πριν φθάσουν στο μέτωπο οι ελληνικές ενισχύσεις από το εσωτερικό της χώρας ή ολοκληρωθεί η επιστράτευση.

Στο μέτωπο της Ηπείρου, στα 22 τάγματα πεζικού, στα τρία συντάγματα ιππικού, στις 61 πυροβολαρχίες (18 βαριές) και στα 90 άρματα μάχης του XXX Ιταλικού Σώματος Στρατού, αντιπαρατίθεντο 15 τάγματα πεζικού, μια ομάδα αναγνωρίσεως και 16 πυροβολαρχίες (δύο μόνο βαριές) της VIII Μεραρχίας. Όπως προκύπτει από τη σύγκριση αυτή, η υπεροχή των ιταλικών δυνάμεων στο πεζικό ήταν μικρή, αλλά στο πυροβολικό συντριπτική. Όμως, η παρουσία της τεθωρακισμένης μεραρχίας με 90 άρματα, επαύξανε σε μεγάλο βαθμό τις επιθετικές δυνατότητες των Ιταλών. Στον τομέα Κονίσπολη – Φιλιάτες, η ιταλική υπεροχή ήταν συντριπτική.

Όπως αποδείχθηκε αργότερα, κατά τη διεξαγωγή των μαχών, τα ιταλικά άρματα τα οποία ανήκαν στην κατηγορία «L», με βάρος 2,5 ή 3 τόνων, είχαν ασθενή θωράκιση, μηδαμινό οπλισμό και ανεπαρκή ιπποδύναμη. Δεν μπορούσαν να υπερνικήσουν τα πρόχειρα αντιαρματικά εμπόδια που έστηνε ο Ελληνικός Στρατός ή έστω να αντιμετωπίσουν τη λάσπη των χωραφιών στο δρόμο προς το Καλπάκι. Καθηλωμένα, αποτελούσαν άριστο στόχο για το ελληνικό πυροβολικό, το οποίο είτε τα κατέστρεφε, είτε ανάγκαζε τα πληρώματά τους να τα εγκαταλείψουν.

Πηγή: (Περιοδικό: Β' Παγκόσμιος Πόλεμος)

©2008

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2008

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ 1940

Φώτο 01:
Ο Στρατηγός Χ. Κατσιμήτρος, με τον επιτελάρχη Αν/ρχη Δρίβα &
τον Δ/κτη Πυροβολικού Μαυραγάννη


ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ


Η αποστολή της VIII Mεραρχίας περιλαμβανόταν στα τρία σχέδια επιχειρήσεων (ΙΒ, ΙΒα, ΙΒβ) που είχε συντάξει το ΓΕΣ, αλλά και στις προφορικές οδηγίες του αρχηγού Αλέξανδρου Παπάγου, που είχε μεταφέρει στον Κατσιμήτρο ο Ταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας, μετέπειτα αρχηγός της οργάνωσης «Χ» και τις «ΕΟΚΑ Β». Ο Γρίβας, μάλιστα, μετέβη για τον σκοπό αυτόν στα Ιωάννινα, αεροπορικώς, στις 24 Αυγούστου του 1940. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και μέχρι να συμπληρωθεί η γενική επιστράτευση:

«Αι δυνάμεις Ηπείρου έχουν σαν αποστολήν:

• Την κάλυψιν επί παντί του αριστερού του θεάτρου της Δυτικής Μακεδονίας και από της γενικής κατευθύνσεως Ιωάννινα-Ζυγός Μετσόβου.

• Την απόφραξιν των προς Αιτωλοακαρνανίαν εξ Ηπείρου αγουσών οδεύσεων (κυρία προσπάθεια).


• Την απαγόρευσιν κατά το δυνατόν της υπό του αντιπάλου καταλήψεως της ηπειρωτικής ακτής και του ελέγχου των στενών Κερκύρας-Ηγουμενίτσας».


Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι, οι αλλεπάλληλες αυτές εντολές και οδηγίες διακρίνονταν από έλλειψη αποφασιστικότητας, αφού συνοδευόταν και από ηττοπαθείς κρίσεις:

• «(…) Η κυβέρνησις δεν αναμένει βεβαίως παρά της μεραρχίας νίκας (…) Αναμένει όμως εκ ταύτης να σώση την τιμήν των ελληνικών όπλων».

• «(…) Ο κίνδυνος εχθρικής απειλής από της περιοχής Πρεβέζης υφίσταται και δέον να εξασφαλίσητε (…) τα νώτα σας».


• «(…) Η Μεραρχία να μην υπολογίζη επί μεταφορών των μονάδων της διά ταχυκίνητων μέσων».

• «(…) Η απώλεια του εθνικού εδάφους δεν θα είχε τόσην σημασίαν, όσην θα είχε η αποκοπή δυνάμεων Ηπείρου και Δ. Μακεδονίας από των προς Θεσσαλία και Αιτωλοακαρνανία συγκοινωνιών».


Ο Κατσιμήτρος, όμως, είχε λάβει τις αποφάσεις του και σε διαταγή του, στις 23 Σεπτεμβρίου 1940, σημείωνε:

«Η Μεραρχία έχει την απόφασιν να παρασύρη τον αντίπαλον επί της οργανωμένης κατά το μάλλον και ήττον τοποθεσίας της Ελαίας και αφού επιφέρει εις τούτον φθορά, διά γενικής αντεπιθέσεως θα επιδιώξη να τον απορρίψη πέραν των συνόρων, αποκόπτουσα αυτόν από τας γραμμάς συγκοινωνιών και ανεφοδιασμού του».

Φώτο 02:
Η Ημερήσια διαταγή της VIII Μεραρχίας της 28ης Οκτωβρίου 1940

Ο Παπάγος γνώριζε ότι ο Κατσιμήτρος δεν θα παραχωρούσε ούτε σπιθαμή γης στο Καλπάκι και σε επιστολή που του είχε στείλει με το γρίβα, παράλληλα με τις συστάσεις που του έδινε να μην εξαντλήσει τις δυνάμεις του σε μεμονωμένες μάχες, κατέληγε:

«Πιστεύω ακραδάντως ότι η τιμή των ελληνικών όπλων δεν θα ήτο δυνατόν να είναι εμπεπιστευμένη εις καλλιτέρας χείρας από τας ιδικάς σου».

Ο αρχηγός του ΓΕΣ αναγνώριζε τη δυσχερή θέση της Μεραρχίας, δεν ανέμενε νίκες λόγω της αριθμητικής υπεροχής του εχθρού, πλην, όμως, άφηνε ελευθερία κινήσεων και ελαστικότητα αποφάσεων στο μέραρχο ως προς το σχέδιο που θα εφάρμοζε, με αντικειμενικό σκοπό να συγκρατηθεί ο εχθρός μέχρις ότου ολοκληρωθεί η ελληνική επιστράτευση – για την οποία χρειαζόνταν 15 ημέρες τουλάχιστον – και συγκεντρωθούν οι απαραίτητες για την αντεπίθεση δυνάμεις. Ως γραμμή αντιστάσεως είχε καθορισθεί η περιοχή Καλαμάς – Ελαία (σχέδιο ΙΒα) και ως έσχατο όριο υποχωρήσεως η γραμμή Ζυγός Μετσόβου – Άραχθος (σχέδιο ΙΒ). Με άλλα λόγια, το Γενικό Στρατηγείο έδινε στην VIII Μεραρχία «εν μέγιστον και εν ελάχιστον επιδιώξεων». Σε περίπτωση ευνοϊκής τροπής να αμυνθεί στο Καλπάκι, αλλιώς να συμπτυχθεί μέχρι τον Άραχθο ποταμό.

Χωρίς αμφιβολία, πρόθεση του ΓΕΣ δεν ήταν να σωθεί «η τιμή των όπλων». Όπως μαρτυρεί ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος, τότε διοικητής του 3/40 Συντάγματος Ευζώνων, στην περιοχή του Καλαμά, ο οποίος άφησε την επιτελική του θέση για να βρεθεί σε μάχιμη μονάδα, σύμφωνα με τις εντολές που ο ίδιος έλαβε από τον Παπάγο, «ουδέ πόρρωθεν διεφαίνετο τοιαύτη πρόθεσις, αλλά πρόθεσις προς σθεναράν αντίστασιν (…)».

Πηγή: (Περιοδικό: Β' Παγκόσμιος Πόλεμος)

©2008

Σάββατο 16 Αυγούστου 2008

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΑΛΑΜΑ

Φώτο 01:
Οι θέσεις των Ελληνικών και Ιταλικών δυνάμεων
κατά την εισβολή των Ιταλών το 1940


Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΑΛΑΜΑ

Στις 30 και 31 Οκτωβρίου, καθώς και στις 1 και 2 Νοεμβρίου, οι Ιταλοί στον κάτω ρου του Καλαμά ασχολήθηκαν με τη διευθέτηση και αποκατάσταση των δρομολογίων και ιδιαίτερα με την κατασκευή της οδού Κονίσπολης – Σαγιάδας, η οποία ολοκληρώθηκε στις 2 Νοεμβρίου. Επίσης, προσπάθησαν να λάβουν επαφή με τα ελληνικά τμήματα του τομέα Θεσπρωτίας, χωρίς όμως να το πετύχουν εξαιτίας της δράσης του ελληνικού πυροβολικού.

Το πυροβολικό των Ελλήνων του τομέα Θεσπρωτίας παρενοχλούσε τις κινούμενες φάλαγγες και τα συνεργεία κατασκευών και επισκευών οδών και γεφυρών, προκαλώντας βαριές απώλειες. Θύμα του ήταν και ο Συνταγματάρχης Τζανίνι, διοικητής του 32ου Συντάγματος Πεζικού, που σκοτώθηκε από βλήμα πυροβολικού στο παρατηρητήριο Φιλιατών.

Από τις 2 έως τις 4 Νοεμβρίου, οι Ιταλοί προετοιμάζονταν με εντατικούς ρυθμούς για να διασχίσουν τον πλημμυρισμένο Καλαμά. Στις 10:00 της 5ης Νοεμβρίου, μετά από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς της αεροπορίας και του πυροβολικού τους, διαπεραιώθηκαν από γέφυρα στη θέση Τσιφλίκι, που μόλις είχε κατασκευαστεί, τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού και στις 13:00 από γέφυρα στη θέση Βρυσέλλα η Μεραρχία «Σιέννα». Οι ιταλικές δυνάμεις κατέλαβαν τα υψώματα Άγιος Βλάσης και Καστρί και την περιοχή του Παραποτάμου. Το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών και των ηγητόρων τους είχε κλονισθεί και μια προσπάθεια να συγκρατηθεί ο εχθρός στη γραμμή των χωριών Αμπελιά, Δρύμιτσα, Δραμεσί και Κορύτιανη, απέτυχε. Το βράδυ της 5ης Νοεμβρίου, οι Ιταλοί κατείχαν τη γραμμή 2 χλμ. βόρεια της Ηγουμενίτσας – στενωπός Παραποτάμου.

Η σύμπτυξη των ελληνικών τμημάτων έγινε τη νύχτα 5/6 Νοεμβρίου, σε πλήρη αταξία. Οι Ιταλοί, από το πρωί της 6ης Νοεμβρίου, με την υποστήριξη του πυροβολικού και της αεροπορίας διεύρυναν τα προγεφυρώματα και κατέλαβαν την Ηγουμενίτσα. Οι ελληνικές δυνάμεις του κάτω ρου του Καλαμά αναγκάσθηκαν να συμπτυχθούν νοτιότερα και καθώς ήταν ανεπαρκείς για τη διεξαγωγή επιβραδυντικού αγώνα, λόγω έλλειψης επαρκών εφεδρειών, έλαβαν διαταγή από την VIII Μεραρχία να αποσυρθούν στα όρη του Σουλίου και στα έλη του Αχέροντα. Ταυτόχρονα, η VIII Μεραρχία προώθησε δυνάμεις του 39ου Συντάγματος Ευζώνων, με δύο τάγματα, από τη Φιλιππιάδα στην περιοχή του Αχέροντα και προέβη σε αναδιάταξη του τομέα Θεσπρωτίας για την κάλυψη των οδεύσεων από Ελευθεροχώρι και Μενίνα προς Ιωάννινα, τον οποίο ενίσχυσε με ένα τάγμα πεζικού από τις 7 Νοεμβρίου.

Οι ιταλικές δυνάμεις δεν επιδίωξαν να εκμεταλλευτούν την επιτυχία τους, ούτε να παρενοχλήσουν τις ελληνικές δυνάμεις που συμπτύχθηκαν, παρά μόνο αρκέστηκαν να προωθήσουν το ιππικό μαζί με το πυροβολικό τους μέχρι τη Μαζαρακιά στις 8 Νοεμβρίου και το Μαργαρίτι, την επομένη. Ήταν όμως μακριά από το στόχο τους, την Πρέβεζα. Η ατολμία των Ιταλών στον παραλιακό τομέα οφειλόταν στον φόβο αποκοπής τους από τις βάσεις ανεφοδιασμού τους και πλαγιοκοπήσεως της ενέργειάς τους στη Θεσπρωτία, αφού μάλιστα η τοποθεσία της Ελαίας άντεχε.

Από την 8η Νοεμβρίου, η επιθετική δραστηριότητα των Ιταλών διακόπηκε. Ο ανώτατος διοικητής των ιταλικών δυνάμεων Στρατηγός Πράσκα αντικαταστάθηκε από το Στρατηγό Σαντού. Στο μέτωπο της Ηπείρου, οι Ιταλοί στον τομέα των Νεγράδων μετέπεσαν σε άμυνα και στη Θεσπρωτία άρχισαν να συμπτύσσονται.

Μέχρι τις 13 Νοεμβρίου, η VIII Μεραρχία διενήργησε επιθετικές αναγνωρίσεις, ιδίως στον τομέα της Θεσπρωτίας, για την εξάλειψη των υπόλοιπων ιταλικών δυνάμεων. Ο αμυντικός αγώνας της, υπό την ηγεσία του Χαράλαμπου Κατσιμήτρου, οδήγησε στη νίκη των ελληνικών όπλων. Η νίκη αυτή είχε τεράστια στρατιωτική σημασία και αποτελούσε δικαίωση για τον διοικητή της, ο οποίος δικαιολογημένα είχε εκφράσει το παράπονό του, ότι δόθηκε μεγαλύτερη σημασία στην «εποποιία» της Πίνδου. Όπως, όμως και ο ίδιος υποστηρίζει, χάρη στη διατήρηση του Καλπακίου μπόρεσε να εξαπολυθεί και η μεγάλη αντεπίθεση στην Πίνδο. Οι απώλειες της VIII Μεραρχίας μέχρι τότε, ανήλθαν σε 60 νεκρούς και 206 τραυματίες ενώ των Ιταλών, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Πράσκα, σε 371 νεκρούς, 1.199 τραυματίες και 658 αγνοούμενους.
Ο Αρχιστράτηγος Παπάγος εξέφρασε την ευαρέσκειά του προς τον Υποστράτηγο Κατσιμήτρο και τους συνεργάτες του.

Πηγή: (Περιοδικό: Β' Παγκόσμιος Πόλεμος)

©2008

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2008

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΕΛΑΙΑΣ (ΚΑΛΠΑΚΙΟΥ)

Φώτο 01:
Οι θέσεις των Ελληνικών και Ιταλικών δυνάμεων
κατά την εισβολή των Ιταλών το 1940


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΕΛΑΙΑ
(ΚΑΛΠΑΚΙΟΥ)

Στις 08:00 της 2ας Νοεμβρίου, ο ασύρματος της VIII Μεραρχίας υπέκλεψε ένα σήμα του διοικητή του Ιταλικού XXV Σώματος Στρατού προς την αεροπορία, με το οποίο την παρότρυνε:

«Επωφεληθείτε από την καλή ημέρα και χτυπήστε δυνατά τον εχθρό».

Από τις 09:00 έως τις 12:00, σμήνη αεροπλάνων βομβάρδισαν αδιάκοπα την τοποθεσία Ελαία – Καλαμάς και ιδιαίτερα τα υψώματα Γκραμπάλα – Ελαίας – Μονής Βελά, μέχρι τα Ιωάννινα. Ο βομβαρδισμός των Ιωαννίνων ήταν ο ισχυρότερος μετά των βομβαρδισμό των Πατρών, που είχε γίνει την πρώτη ημέρα του πολέμου. Μετά τις 12:00, το ιταλικό πυροβολικό σφυροκοπούσε ιδιαίτερα τον υποτομέα των Σουδενών και της Ελαίας. Οι Ιταλοί είχαν μεταφέρει στο μέτωπο μία «πυροβολαρχία θέσεων» βαρέος πυροβολικού. Οι Ελληνικές απώλειες ήταν ασήμαντες, καθώς η αποτελεσματικότητα των βλημάτων ήταν πενιχρή στα χαρακώματα. Μάλιστα, στα πιο εμφανή χαρακώματα δεν είχαν μπει καν στρατιώτες και έτσι τα βλήματα των Ιταλών έπεφταν στο κενό.

Περί τις 15:00, οι φάλαγγες «Σολίνα» και «Τρίτσιο» εφόρμησαν κατά των υψωμάτων Γκραμπάλας και βορειοανατολικά της Ελαίας και οι φάλαγγες «Τζανίνι» και «Σαπιέντζα» κατά Ελαίας – Νεγράδων και Βροντισμένης, παρά την επιβράδυνση και τις απώλειες που υφίσταντο από τη δράση του ελληνικού πυροβολικού. Η συγκεντρωτική βολή του ελληνικού πυροβολικού, στις 14:00, παρά τον κίνδυνο αποκαλύψεως των θέσεών του, προκάλεσε τη διάλυση μιας ιταλικής συγκέντρωσης δύο ταγμάτων σε μια χαράδρα κοντά στη Ψηλορράχη και την άτακτη φυγή τους προς το Χάνι Καλλιθέας και στο χωριό Ποντικάδες, 20 χλμ μακριά. Παρά τη σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων, η ιταλική επίθεση κατά της Γκραμπάλας ήταν συνεχής και επίμονη. Στις 20:00, μια δύναμη λόχου Αλβανών ανέβηκε αθέατη στο ύψωμα Γκραμπάλα, εφόρμησε αιφνιδιαστικά και ανέτρεψε την ελληνική διμοιρία στην κορυφή του υψώματος 1060. Ταυτόχρονα, άλλος εχθρικός λόχος ανέτρεψε την υπόλοιπη δύναμη του ελληνικού λόχου που κατείχε το ύψωμα Γκραμπάλα. Το συγκρότημα της Γκραμπάλας κυριεύτηκε από τους Ιταλούς, οι οποίοι κατάφεραν να το κρατήσουν, βοηθούμενοι και από το γεγονός ότι η χιονοθύελλα συνεχιζόταν μέχρι τα χαράματα.

Στις 05:00 της 3ης Νοεμβρίου, όταν κόπασε η χιονοθύελλα, εκδηλώθηκε ελληνική αντεπίθεση. Την ώρα που ανέβαιναν τα ελληνικά τμήματα στην Γκραμπάλα, ανέβαινε από την πίσω πλευρά και το υπόλοιπο τάγμα των Αλβανών, που είχε διανυκτερεύσει στα Καλύβια Αρίστης. Η μάχη διεξήχθη σώμα με σώμα, με τη χρήση ξιφολόγχης. Οι ελληνικές δυνάμεις (λόχος Ευζώνων υπό τον Ταγματάρχη Πανταζή) επιτιθέμενες «δι’ εφ’ όπλου λόγχη» και με την πολεμική ιαχή «Αέρα», κατάφεραν να κατατροπώσουν τους εχθρούς και να ανακαταλάβουν την Γκραμπάλα. Περί τις 06:00 από το παρατηρητήριο του υψώματος εντόπισαν στα Καλύβια Αρίστης ολόκληρο το ιταλικό 47ο Σύνταγμα Πεζικού, έτοιμο να ανέβει στην Γκραμπάλα, με σκοπό να συνεχίσει από εκεί την επίθεσή του προς τα υψώματα 1060 – 1090 (Ασόνιτσα) και ανατολικότερα. Η συγκεντρωτική βολή 4 πυροβολαρχιών επέφερε τη διάλυση του συντάγματος και τη ματαίωση της επίθεσης, αλλά και της τυχόν διεύρυνσης του θύλακος.

Οι βομβαρδισμοί από την αεροπορία και το πυροβολικό των Ιταλών συνεχίστηκαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα και στις 3 Νοεμβρίου, στις θέσεις Ψηλορράχη, Ελαία, Ρεπέτιστα, Σιάστη και Μονή Σωσίνου. Νωρίς το απόγευμα, ο Σταθμός Διοικήσεως έλαβε ένα σήμα από τα προκεχωρημένα παρατηρητήρια της VIII Μεραρχίας:

«Εχθρική φάλαγξ αρμάτων εκκινεί επί της οδού Δολιανά προς Καλπάκι».

Στις 16:00, φάλαγγα 50-60 ιταλικών αρμάτων με 80 μοτοσικλετιστές εξήλθε από τους χώρους απόκρυψης, κοντά στη διχάλα των δρόμων προς Μέρτζανη και Χάνι Δελβινάκι και εφόρμησε κατά του λόφου της Ελαίας. Η επίθεσή τους όμως συνετρίβη από την αντιαρματική άμυνα και το εύστοχο πυρ του πυροβολικού. Οι Ιταλοί απώλεσαν 30 μοτοσικλετιστές, ενώ 9 άρματά τους καταστράφηκαν. Τα υπόλοιπα άρματα έκαναν αναστροφή και υποχώρησαν. Το ιταλικό πεζικό που ήταν στους χώρους συγκέντρωσης για να επιτεθεί μετά τα άρματα, δέχτηκε και αυτό πυρά πυροβολικού και δεν μπόρεσε να εκδηλώσει την επίθεσή του στην Ελαία. Ανάλογη τύχη είχαν και τα ιταλικά τμήματα που ενεργούσαν στον Άγιο Αθανάσιο και Γκορίτσα.

Το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών είχε αναπτερωθεί, αφού έβλεπαν ότι η αντιαρματική τους θωράκιση ήταν αποτελεσματική, έστω και αν αντιμετώπιζαν για πρώτη φορά άρματα και εδραίωναν την πεποίθησή τους για την αποτελεσματική τους άμυνα εναντίον οιουδήποτε μέσου των Ιταλών. Ωστόσο η αντιαρματική θέση στον υποτομέα της Γκρίμπιανης (του τομέα Καλαμά, βορειοδυτικά του τομέα Καλαμά) ήταν ασθενής και καθώς η αρματική επίθεση στην Ελαία βρισκόταν σε εξέλιξη, ο Κατσιμήτρος διέταξε την σύμπτυξη των υποτομέων Γκρίμπιανης και Γρανιτσοπούλας από τη θέση τους δυτικά του Καλαμά, προς τις επίσης οργανωμένες θέσεις των υποτομέων Ζίτσας και Σουλόπουλου, ανατολικά του Καλαμά. Ο στρατηγός προέβη στην ενέργεια αυτή για να εξοικονομήσει περισσότερη εφεδρεία, αφού οι ανάγκες του καθημερινά αυξάνονταν. Η σύμπτυξη έγινε τη νύχτα της 3ης προς 4ης Νοεμβρίου, με τόσο αριστοτεχνικό τρόπο, ώστε ο εχθρός δεν την αντιλήφθηκε και ενήργησε σφοδρότατο βομβαρδισμό στις εγκαταλειφθείσες θέσεις.

Αν και η Ανώτατη Ιταλική Διοίκηση ματαίωσε τη συνέχιση της επίθεσης, που είχε σχεδιάσει για τις 4 Νοεμβρίου, προκειμένου να την οργανώσει καλύτερα και να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό των δυνάμεων της, η επιθετική δραστηριότητα της αεροπορίας, του πυροβολικού και των μονάδων ελιγμού της πρώτης γραμμής ήταν συνεχής.

Τη νύχτα 3 προς 4 Νοεμβρίου, οι Ιταλοί κατάφεραν να διασχίσουν τον Καλαμά στην περιοχή του Αγίου Αθανασίου, αλλά ύστερα από αντεπίθεση των ελληνικών δυνάμεων απωθήθηκαν και πάλι πέρα από το ποτάμι.

Τις τρεις αυτές ημέρες, το πεζικό και το πυροβολικό των Ελλήνων καταπονήθηκε πολύ από τις πτήσεις χαμηλού ύψους της ιταλικής αεροπορίας. Για να μην αποκαλυφθούν οι θέσεις τους, το μεν πυροβολικό τηρούσε αναγκαστική σιγή και δεν ανταποκρινόταν ακόμη και σε αιτήματα του πεζικού απόλυτης ανάγκης, ενώ το πεζικό αναγκαζόταν να παραμείνει μέσα στα ορύγματα.

Τη νύχτα 4 προς 5 Νοεμβρίου, ελληνικές αναγνωρίσεις και αποσπάσματα εστάλησαν έξω από την αμυντική τοποθεσία, στη Βουρλιόζα και στη γέφυρα του Καλαμά, όπου μάζεψαν τις μοτοσικλέτες και τα άρματα που είχαν αφήσει εκεί οι Ιταλοί στις 3 Νοεμβρίου. Επίσης, επιθετικές αναγνωρίσεις εστάλησαν στη γέφυρα του Αγίου Αθανασίου και στις θέσεις ανατολικά του Καλαμά, του υποτομέα Γρίμπιανης, από όπου μετέφεραν υλικά, τα οποία είχαν εγκαταλείψει όταν συμπτύχθηκαν την προηγούμενη νύχτα.

Οι Ιταλοί μόλις το απόγευμα τις 4ης Νοεμβρίου διαπίστωσαν ότι οι προωθημένες θέσεις δυτικά του Καλαμά είχαν εγκαταλειφθεί από τους Έλληνες και στης 05:00 της 5ης Νοεμβρίου εγκατέστησαν βάση πυρός στο ύψωμα Λεπροβούνι. Ο Στρατηγός Πράσκα ανέφερε στον Στρατηγό Μπαντόλιο ότι η επικείμενη ελληνική επιστράτευση επέβαλλε να σταλούν νέες δυνάμεις από την Ιταλία, για να μην χαθούν όσα εδάφη ως τότε είχαν καταλάβει.

Οι ιταλικές επιθετικές προσπάθειες για την κατάληψη της Γκραμπάλας (από το χωριό Αρίστη), της Ελαίας και της Βροντισμένης, που επαναλήφθηκαν στις 5 Νοεμβρίου, απέτυχαν και αρκετά εχθρικά άρματα καταστράφηκαν μπροστά στη Βροντισμένη, στις ελώδεις εκτάσεις του Καλαμά. Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο ασύρματος της VIII Μεραρχίας υπέκλεψε ένα ραδιογράφημα της ιταλικής μονάδας που έλεγε:

«Είμαστε υποχρεωμένοι να αναστείλουμε τις επιχειρήσεις αναμένοντας ενισχύσεις. Οι Έλληνες που είναι γνωστοί για το πείσμα και την επιμονή τους, οργάνωσαν από τον καιρό της ειρήνης το τραχύ και ανώμαλο έδαφος της Ηπείρου με τέτοια μεθοδικότητα και επιμέλεια, ώστε κάθε βράχος αποτελεί μια φωλιά πολυβόλων και κάθε σπήλαιο μια θέση άμυνας και παρουσιάζουν τόση λύσσα στον αγώνα, ώστε χρειάζονται περισσότερα και ισχυρότερα μέσα για να τους εκδιώξουμε.»

Στις 6 Νοεμβρίου, το ιταλικό πεζικό επιχείρησε να καταλάβει τα υψώματα Νεγράδων αλλά αναχαιτίσθηκε από τα αυτόματα όπλα και τα τυφέκια των Ελλήνων, καθώς το πυροβολικό αντιμετώπιζε έλλειψη πυρομαχικών. Την ημέρα αυτή οι Ιταλοί προετοίμαζαν νέα επιθετική προσπάθεια προς τα δύο πλευρά της τοποθεσίας Ελαίας και ιδιαίτερα, στην Γκραμπάλα και στην Ασόνιτσα.

Στις 7 Νοεμβρίου, η ιταλική αεροπορία από τις 09:00 -11:00 και κατόπιν το πυροβολικό από τις 11:00-13:00, βομβάρδιζαν αδιάκοπα την περιοχή της Γκραμπάλας, χωρίς θετικά αποτελέσματα, αφού προτού λάβουν την επαφή οι δυνάμεις τους, στις 16:30 περίπου, διασκορπίστηκαν από το ελληνικό πυροβολικό. Στις 22:00, μια ιταλική διλοχία αναρριχήθηκε και εφόρμησε κατά της Γκραμπάλας κυριεύοντας τη νότια κορυφή της (ύψωμα 1060). Οι ελληνικές δυνάμεις αντεπιτέθηκαν και μετά από αγώνα σώμα με σώμα και με τη χρήση χειροβομβίδων ανακατέλαβαν το ύψωμα. Στα στήθη των νεκρών της ιταλικής διλοχίας βρέθηκαν μεταλλικά εμβλήματα (ταυτότητες), με τα στοιχεία «47 RQT» και την επιγραφή: «FANTI DELLA MORTI», δηλαδή «στρατιώτες θανάτου».

Στις 8 Νοεμβρίου, τα ελληνικά παρατηρητήρια διαπίστωσαν μια ασυνήθιστη κίνηση ιταλικών μεταγωγικών αυτοκινήτων στα μετόπισθεν και ιδιαίτερα στο Χάνι Δελβινάκι. Επίσης, παρατηρούσαν και αλλαγή θέσεων του ιταλικού πυροβολικού προς τα πίσω, αλλά και απουσία αρμάτων μπροστά στην αμυντική τοποθεσία της Ελαίας. Οι κινήσεις αυτές αποτελούσαν μια πρώτη ένδειξη ότι οι Ιταλοί εγκατέλειπαν την τοποθεσία.

Πηγή: (Περιοδικό: Β' Παγκόσμιος Πόλεμος)

©2008

Σάββατο 2 Αυγούστου 2008

Ο Ησίοδος

Φώτο 01: Ο Ησίοδος
(Προτομή του Αρχαίου Έλληνα ποιητή)
Ησίοδος

Ο Ησίοδος, ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος του διδακτικού έπους, γεννήθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας, μεταξύ του 8ου και του 7ου π.Χ. αιώνα.
Τα σημαντικότερα από τα έργα του είναι η "Θεογονία" και το "Έργα και Ημέραι".

Στη "Θεογονία" περιγράφει τη γενεαλογική ιστορία των θεών και την εξελικτική πορεία του κόσμου και προτρέπει τους συνανθρώπους του στην εμπιστοσύνη στο θεό.
Στο "Έργα και Ημέραι" εκφράζει την αγάπη του για την εργασία και την πεποίθησή του ότι μόνο αυτή οδηγεί στην κατάκτηση της αρετής και της δικαιοσύνης. Την απήχηση των αντιλήψεων του Ησιόδου τη συναντούμε στο Σόλωνα, στον Αισχύλο και στον Πίνδαρο.

Υπήρξε επίσης πηγή έμπνευσης του Βιργίλιου στα "Γεωργικά".

©2008

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2008

Ο Αισχύλος

Φώτο 01: Ο Αισχύλος
(Η προτομή του Αρχαίου Έλληνα ποιητή)
Ο Αισχύλος

Ο αρχαίος Έλληνας τραγικός ποιητής Αισχύλος, γεννήθηκε στην Ελευσίνα και έζησε από το 525 έως το 456 π.Χ.. Πήρε μέρος στους Περσικούς Πολέμους, στον Μαραθώνα, στο Αρτεμίσιο, στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές.

Το 496 π.Χ. άρχισε να συμμετέχει σε δραματικούς αγώνες. Την πρώτη του νίκη την πέτυχε το 484 π.Χ.. Ακολούθησαν 12 νίκες και μια φήμη που ξεπέρασε τα όρια της Ελλάδας.
Από τις 82 τραγωδίες που έγραψε σώζονται επτά: "Πέρσαι", "Ικέτιδες", "Επτά επί Θήβαις", "Προμηθεύς Δεσμώτης", "Ορέστεια", "Χοηφόροι" και "Ευμενίδες".
Το ύφος που χρησιμοποιεί είναι επιβλητικό, το λεξιλόγιο πλούσιο, οι ήρωες πομπώδεις, ορμητικοί και ενθουσιώδεις.

Ήταν αυτός που δημιούργησε τον δραματικό διάλογο προσθέτοντας τον δεύτερο υποκριτή. Θεωρείται σημαντικός συντελεστής της διαμόρφωσης της αττικής διαλέκτου, ενώ ο ίδιος ήταν ηθοποιός, σκηνοθέτης και χορογράφος.

©2008