ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ VIII ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ
… Η κυβέρνησις δεν αναμένει βεβαίως παρά της μεραρχίας νίκας… Αναμένει όμως εκ ταύτης να σώση την τιμήν των ελληνικών όπλων.
… Ο κίνδυνος εχθρικής απειλής από της περιοχής Πρεβέζης υφίσταται και δέον να εξασφαλίσετε… τα νώτα σας.
… Η Μεραρχία να μην υπολογίζη επί μεταφορών των μονάδων της δια ταχυκινήτων μέσων.
… Η απώλεια του εθνικού εδάφους δεν θα είχε τόση σημασία, όση θα είχε η αποκοπή δυνάμεων Ηπείρου και Δ. Μακεδονίας από των προς Θεσσαλία και Αιτωλοακαρνανία συγκοινωνιών.
Ο υποστράτηγος Κατσιμήτρος πέρα από τις γνώσεις του (απόφοιτος της Ανωτέρας Σχολής Πολέμου), γνωρίζει άριστα τα προβλήματα της διοικήσεως ως διοικητής μονάδων και μεγάλων μονάδων. Έχει σπουδάσει την τακτική και τη στρατηγική στα πεδία των μαχών τεσσάρων πολέμων (τραυματίας στη Μ. Ασία). Κοσμείται δε με τα προσόντα ενός τέλειου ηγήτορα, προβληματίζεται αλλά δεν αιφνιδιάζεται. Τούτες τις καθοριστικές στιγμές της ζωής του ακούει το κάλεσμα της μοίρας και δεν υποτάσσεται στο ριζικό της. Είναι ο «εκλεκτός», και όχι ο «κλητός», ο ευθυνόφοβος, ο ηττοπαθής. Γνωρίζει άριστα τις συνθήκες τα χαρακτηριστικά του θεάτρου επιχειρήσεων Ηπείρου και το προσωπικό της Μεραρχίας, το σύνολο του οποίου είναι Ηπειρώτες. Είναι διοικητής της Μεραρχίας από το 1938. Έχει εκτιμήσει σωστά τις καταστροφικές συνέπειες σε περίπτωση επιβραδυντικού αγώνα και εγκατάλειψης της Ηπείρου.
Απέκλεισε κατηγορηματικά την αναδίπλωση της Μεραρχίας επί της γραμμής Ζυγός Μετσόβου – Άραχθος Ποταμός. Παίρνει εκείνος τις δικές του αποφάσεις.
Ο Διοικητής της Μεραρχίας, σε τηλεφωνική του επικοινωνία με το ΓΕΣ (Αντ/ρχη Κορώζη) στις 27.10.1940 μεταβίβασε τα ακόλουθα:
Αν κοιτάξουμε ερευνητικά το κείμενο αυτού του ιταμού τελεσιγράφου, με την τρίωρη προθεσμία αποδοχής ή απόρριψης των όρων, θα διαπιστώσουμε ότι με οποιαδήποτε απάντηση οι Ιταλοί είχαν ήδη αποφασίσει την κήρυξη πολέμου κατά της Ελλάδας. Αυτό το επισήμανε ο Μεταξάς με την παρατήρηση που έκανε στον Ιταλό πρεσβευτή αμέσως μετά από την ανάγνωση του κειμένου. Του είπε ξεκάθαρα: «Δηλαδή έχουμε πόλεμο!»
Ο Μεταξάς χωρίς να συμβουλευθεί τον Βασιλιά Γεώργιο, είπε το ιστορικό
ΟΧΙ
στα αιτήματα των Ιταλών. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που ερχόταν σε πλήρη αρμονία με την θέληση του δοκιμασμένου από τη δικτατορία Ελληνικού λαού. Η οργή και η αγανάκτηση για τον τορπιλισμό της Έλλης είχε οδηγήσει σε καθολική εθνική ενότητα.
Η άρνηση του πρωθυπουργού να ποδεχτεί τις ιταλικές απαιτήσεις ήταν το αποτέλεσμα μιας ορθολογιστικής εκτίμησης των συμφερόντων της χώρας. Πρέπει να αποδεχθούμε χωρίς υστεροβουλίες ότι με αυτή την απόφαση αποφύγαμε ένα νέο διχασμό, πολύ χειρότερο από εκείνον της περιόδου 1916–1922, με την γνωστή τραγική του κατάληξη.
Με την κήρυξη της γενικής επιστράτευσης από τα σπίτια τους, από την εξορία (το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας ήταν εξορία στα νησιά), από τις φυλακές (ήταν ασφυκτικά γεμάτες από αντιφρονούντες), από το χωράφι, από το γραφείο, όλοι οι Έλληνες κρεμάστηκαν κυριολεκτικά σε κάθε μέσον συγκοινωνίας για να φτάσουν το συντομότερο στο μέτωπο.
Η μοίρα είχε διαλέξει τη Μεραρχία Ηπείρου (VIII Μεραρχία), μόνη από τις μεγάλες μονάδες, να υπερασπιστεί την τιμή και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας εναντίον εχθρού με ασύγκριτα περισσότερες δυνάμεις και με αντίθετες αποφάσεις ως προς την εκπλήρωση αυτής της αποστολής, μεταξύ του Γενικού Στρατηγείου (έδρα το ξενοδοχείο Μ. Βρετανία) στην Αθήνα και του διοικητή της Μεραρχίας, ο οποίος από την πρώτη ημέρα της έναρξης των επιχειρήσεων εγκατέστησε το στρατηγείο του στη θέση «Βρύση του Πασσά» (
Στις 05:30 της 28ης Οκτωβρίου τα ιταλικά στρατεύματα, μισή ώρα πριν από την εκπνοή του τελεσιγράφου, παραβίασαν την ελληνική μεθόριο στην περιοχή Πίνδου – Ηπείρου. Τα τμήματα προκάλυψης στον τομέα της Ηπείρου, μετά από διήμερο (28 – 29.10.1940) σκληρό επιβραδυντικό αγώνα, μπήκαν στην κύρια αμυντική τοποθεσία και εγκαταστάθηκαν σε προβλεπόμενες από το σχέδιο επιχειρήσεων θέσεις για την ανασυγκρότησή τους.
Κατά το διήμερο 28 – 29 Οκτωβρίου, στον τομέα της Πίνδου δημιουργήθηκε σοβαρή κατάσταση. Οι λίγες δυνάμεις του αποσπάσματος Πίνδου δεν μπόρεσαν ν’ αναχαιτίσουν τις ισχυρές δυνάμεις της Μεραρχίας «Τζούλια». Δημιουργήθηκε ρήγμα, κυρίως την κοιλάδα του Αώου (Κόνιτσα), το οποίο αποκάλυπτε το πλευρό των μονάδων του θεάτρου επιχειρήσεων Ηπείρου. Τα ιταλικά τμήματα έφθαναν ως τη Σαμαρίνα, το Δίστρατο και τη Βωβούσα. Το απόσπασμα Πίνδου, με διοικητή τον έφεδρο εκ’ μονίμων (ανακλήθηκε τον Αύγουστο του 1940 στην ενεργό υπηρεσία) Συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη, δεν μπόρεσε να κρατήσει τις επιθέσεις της μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια». Την 1η Νοεμβρίου είχε την ατυχία να τραυματιστεί σοβαρά και να αποχωρήσει. Την διοίκηση του αποσπάσματος Πίνδου ανέλαβε ο επίσης πανάξιος ηγήτορας, Ταγματάρχης Ιωάννης Καραβίας.
«Να έχετε πάντοτε υπόψη σας ότι η αποστολή της Μεραρχίας είναι η κάλυψη του θεάτρου της Δυτικής Μακεδονίας από την γενική κατεύθυνση Ιωάννινα – Ζυγός και η απόφραξη των δρομολογίων από την Ήπειρο προς Αιτωλοακαρνανία (…)
Προσπάθειές σας για την διεκδίκηση εθνικού εδάφους στην Ήπειρο δεν πρέπει να σας οδηγήσουν στην φθορά των μέσων, έτσι ώστε να κάνουν προβληματική εκπλήρωση της πιο πάνω αποστολής».
Ο Διοικητής της Μεραρχίας, αφού ανακοίνωσε την διαταγή του Γεν. Στρατηγείου στους διοικητές των τομέων Νεγράδων και Καλαμά, με έγγραφη απόρρητη διαταγή τους έκανε γνωστό ότι εξακολουθεί να εμμένει στην απόφασή του ν’ αντιτάξει σταθερή άμυνα στην οργανωμένη τοποθεσία της Ελαίας άνευ ιδέας υποχωρήσεως. Για την αντιμετώπιση της απειλής από τις ορεινές διαβάσεις του όρους Σμόλικα έδωσε εντολή αναδίπλωσης στον υποτομέα του Αώου και στο απόσπασμα Μετσόβου, το οποίο είχε διατεθεί στη Μεραρχία από την 31η Αυγούστου. Σ’ αυτές τις κρίσιμες ώρες της μάχης, ο Υποστράτηγος Κατσιμήτρος ηγέτης αλλά και οικογενειάρχης, νηφάλιος και ατάραχος, γράφει στην αγαπημένη σύζυγό του, μέσα από το αμπρί του, που είναι κοντά στο Καλπάκι.
«Αγαπημένη μου Ελένη,
Χαράλαμπος»
Ο διοικητής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία, στρατηγός Βισκόντι Πράσκα, είχε διαβεβαιώσει τον Μουσολίνι στις 15 Οκτωβρίου 1940, ημέρα απόφασης της ιταλικής κυβέρνησης για την επίθεση κατά της Ελλάδας, ότι η ιταλική επίθεση θα δώσει την εντύπωση μιας συντριπτικής θυέλλης.
Δύο μεραρχίες, η Μεραρχία «Κενταύρων» και η Μεραρχία «Φεράρα», με την υποστήριξη της αεροπορίας και τον καταιγισμό πυρών πυροβολικού, που αργότερα ενισχύθηκαν από τρεις ακόμη επίλεκτες μονάδες, επί 12 ημέρες δεν θα μπορέσουν να διαρρήξουν την τοποθεσία Ελαίας. Θα δουν τα άρματά τους κατεστραμένα και γκρεμισμένα σε παγίδες της αντιαρματικής οργάνωσης που φωτογραφίζει το ελληνικό δαιμόνιο. Παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη στρατιωτική ιστορία το φαινόμενο, μόνο το πυροβολικό να τρέπει σε φυγή μονάδες αρμάτων και πεζικού σε βάθος
Το ηθικό των ελληνικών δυνάμεων έχει ανέβει κατακόρυφα. Αντίθετα, το προσωπικό των ιταλικών μονάδων βρίσκεται ψυχικά σε απελπιστική κατάσταση. Ο δε αλαζόνας Στρατηγός Πράσκα αντικαταστάθηκε ως ανίκανος από τον Στρατηγό Σοντού, που και εκείνος αργότερα αντικαταστάθηκε με το ίδιο αιτιολογικό.
Στην ίδια περίοδο επιστρατεύθηκαν, για το θέατρο επιχειρήσεων της Αλβανίας, 11 μεραρχίες και 2 ταξιαρχίες πεζικού, 1 μεραρχία και 1 ταξιαρχία ιππικού. Συνολική δύναμη μαζί με τις μη μεραρχιακές μονάδες 232.000 άνδρες, 556 πυροβόλα και 100.000 κτήνη περίπου. Το σύνολο των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία, με την άφιξη νέων ενισχύσεων, ήταν 2 στρατιές, 240.000 – 250.000 άνδρες περίπου.
ΠΗΓΗ: "Ιστορία Εικονογραφημένη", Τεύχος: 352, Οκτώβριος 1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου