Ο Άδης ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Δία και κυρίαρχος του Κάτω Κόσμου. Έμενε σε σκοτεινό παλάτι, και έκρινε όλους τους νεκρούς. Τιμωρούσε σύμφωνα με την κρίση του όσους καταπατούσαν τους όρκους τους όταν ήταν εν ζωή.
Συνδέθηκε με τον μύθο της Περσεφόνης, κόρης της θεάς Δήμητρας, την οποία άρπαξε και την έκανε γυναίκα του. Ήταν εχθρός της ζωής και τον μισούσαν θεοί και άνθρωποι.
Οι αρχαίοι Έλληνες φαντάζονταν το παλάτι του να είναι σε έναν τεράστιο χώρο μουχλιασμένο, τρομακτικό, με τεράστιες πύλες που έμεναν φοβερά τέρατα και υπήρχε ένα μόνο νερό που πήγαζε από έναν βράχο, η Στυξ, στην οποία ορκίζονταν θεοί και άνθρωποι.
Ο θεός είχε φύλακα και σύντροφό του έναν τρομερό σκύλο, τον Κέρβερο. Πίστευαν ότι πρώτα οι μοίρες έγραφαν σε έναν κατάλογο τους μελλοθάνατους, μετά η Άτροπος έδινε στον Ερμή τον κατάλογο, αυτός τους οδηγούσε στην Αχερουσία λίμνη και τους παρέδιδε στον Αιακό.
Μετά έμπαιναν στο πλοίο του Χάροντα, ο οποίος ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και δίνοντας του χρήματα πήγαιναν στον Άδη. Εκεί ανάλογα μ’ αυτά που είχαν κάνει στη ζωή, πήγαιναν στο Καθαρτήριο ή στον Τάρταρο.
Όποιος κατέβαινε στον Άδη δεν ξαναγύριζε πίσω. Μερικά από τα ονόματα που του έδιναν ήταν: Πλούτωνας, Πολυδέκτης, Άδμητος, Νηλεύς και Ζεύς ο καταχθόνιος.
©2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου