Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΕΛΑΙΑ
(ΚΑΛΠΑΚΙΟΥ)
(ΚΑΛΠΑΚΙΟΥ)
Στις 08:00 της 2ας Νοεμβρίου, ο ασύρματος της VIII Μεραρχίας υπέκλεψε ένα σήμα του διοικητή του Ιταλικού XXV Σώματος Στρατού προς την αεροπορία, με το οποίο την παρότρυνε:
«Επωφεληθείτε από την καλή ημέρα και χτυπήστε δυνατά τον εχθρό».
Από τις 09:00 έως τις 12:00, σμήνη αεροπλάνων βομβάρδισαν αδιάκοπα την τοποθεσία Ελαία – Καλαμάς και ιδιαίτερα τα υψώματα Γκραμπάλα – Ελαίας – Μονής Βελά, μέχρι τα Ιωάννινα. Ο βομβαρδισμός των Ιωαννίνων ήταν ο ισχυρότερος μετά των βομβαρδισμό των Πατρών, που είχε γίνει την πρώτη ημέρα του πολέμου. Μετά τις 12:00, το ιταλικό πυροβολικό σφυροκοπούσε ιδιαίτερα τον υποτομέα των Σουδενών και της Ελαίας. Οι Ιταλοί είχαν μεταφέρει στο μέτωπο μία «πυροβολαρχία θέσεων» βαρέος πυροβολικού. Οι Ελληνικές απώλειες ήταν ασήμαντες, καθώς η αποτελεσματικότητα των βλημάτων ήταν πενιχρή στα χαρακώματα. Μάλιστα, στα πιο εμφανή χαρακώματα δεν είχαν μπει καν στρατιώτες και έτσι τα βλήματα των Ιταλών έπεφταν στο κενό.
Περί τις 15:00, οι φάλαγγες «Σολίνα» και «Τρίτσιο» εφόρμησαν κατά των υψωμάτων Γκραμπάλας και βορειοανατολικά της Ελαίας και οι φάλαγγες «Τζανίνι» και «Σαπιέντζα» κατά Ελαίας – Νεγράδων και Βροντισμένης, παρά την επιβράδυνση και τις απώλειες που υφίσταντο από τη δράση του ελληνικού πυροβολικού. Η συγκεντρωτική βολή του ελληνικού πυροβολικού, στις 14:00, παρά τον κίνδυνο αποκαλύψεως των θέσεών του, προκάλεσε τη διάλυση μιας ιταλικής συγκέντρωσης δύο ταγμάτων σε μια χαράδρα κοντά στη Ψηλορράχη και την άτακτη φυγή τους προς το Χάνι Καλλιθέας και στο χωριό Ποντικάδες, 20 χλμ μακριά. Παρά τη σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων, η ιταλική επίθεση κατά της Γκραμπάλας ήταν συνεχής και επίμονη. Στις 20:00, μια δύναμη λόχου Αλβανών ανέβηκε αθέατη στο ύψωμα Γκραμπάλα, εφόρμησε αιφνιδιαστικά και ανέτρεψε την ελληνική διμοιρία στην κορυφή του υψώματος 1060. Ταυτόχρονα, άλλος εχθρικός λόχος ανέτρεψε την υπόλοιπη δύναμη του ελληνικού λόχου που κατείχε το ύψωμα Γκραμπάλα. Το συγκρότημα της Γκραμπάλας κυριεύτηκε από τους Ιταλούς, οι οποίοι κατάφεραν να το κρατήσουν, βοηθούμενοι και από το γεγονός ότι η χιονοθύελλα συνεχιζόταν μέχρι τα χαράματα.
Στις 05:00 της 3ης Νοεμβρίου, όταν κόπασε η χιονοθύελλα, εκδηλώθηκε ελληνική αντεπίθεση. Την ώρα που ανέβαιναν τα ελληνικά τμήματα στην Γκραμπάλα, ανέβαινε από την πίσω πλευρά και το υπόλοιπο τάγμα των Αλβανών, που είχε διανυκτερεύσει στα Καλύβια Αρίστης. Η μάχη διεξήχθη σώμα με σώμα, με τη χρήση ξιφολόγχης. Οι ελληνικές δυνάμεις (λόχος Ευζώνων υπό τον Ταγματάρχη Πανταζή) επιτιθέμενες «δι’ εφ’ όπλου λόγχη» και με την πολεμική ιαχή «Αέρα», κατάφεραν να κατατροπώσουν τους εχθρούς και να ανακαταλάβουν την Γκραμπάλα. Περί τις 06:00 από το παρατηρητήριο του υψώματος εντόπισαν στα Καλύβια Αρίστης ολόκληρο το ιταλικό 47ο Σύνταγμα Πεζικού, έτοιμο να ανέβει στην Γκραμπάλα, με σκοπό να συνεχίσει από εκεί την επίθεσή του προς τα υψώματα 1060 – 1090 (Ασόνιτσα) και ανατολικότερα. Η συγκεντρωτική βολή 4 πυροβολαρχιών επέφερε τη διάλυση του συντάγματος και τη ματαίωση της επίθεσης, αλλά και της τυχόν διεύρυνσης του θύλακος.
Οι βομβαρδισμοί από την αεροπορία και το πυροβολικό των Ιταλών συνεχίστηκαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα και στις 3 Νοεμβρίου, στις θέσεις Ψηλορράχη, Ελαία, Ρεπέτιστα, Σιάστη και Μονή Σωσίνου. Νωρίς το απόγευμα, ο Σταθμός Διοικήσεως έλαβε ένα σήμα από τα προκεχωρημένα παρατηρητήρια της VIII Μεραρχίας:
«Εχθρική φάλαγξ αρμάτων εκκινεί επί της οδού Δολιανά προς Καλπάκι».
Στις 16:00, φάλαγγα 50-60 ιταλικών αρμάτων με 80 μοτοσικλετιστές εξήλθε από τους χώρους απόκρυψης, κοντά στη διχάλα των δρόμων προς Μέρτζανη και Χάνι Δελβινάκι και εφόρμησε κατά του λόφου της Ελαίας. Η επίθεσή τους όμως συνετρίβη από την αντιαρματική άμυνα και το εύστοχο πυρ του πυροβολικού. Οι Ιταλοί απώλεσαν 30 μοτοσικλετιστές, ενώ 9 άρματά τους καταστράφηκαν. Τα υπόλοιπα άρματα έκαναν αναστροφή και υποχώρησαν. Το ιταλικό πεζικό που ήταν στους χώρους συγκέντρωσης για να επιτεθεί μετά τα άρματα, δέχτηκε και αυτό πυρά πυροβολικού και δεν μπόρεσε να εκδηλώσει την επίθεσή του στην Ελαία. Ανάλογη τύχη είχαν και τα ιταλικά τμήματα που ενεργούσαν στον Άγιο Αθανάσιο και Γκορίτσα.
Το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών είχε αναπτερωθεί, αφού έβλεπαν ότι η αντιαρματική τους θωράκιση ήταν αποτελεσματική, έστω και αν αντιμετώπιζαν για πρώτη φορά άρματα και εδραίωναν την πεποίθησή τους για την αποτελεσματική τους άμυνα εναντίον οιουδήποτε μέσου των Ιταλών. Ωστόσο η αντιαρματική θέση στον υποτομέα της Γκρίμπιανης (του τομέα Καλαμά, βορειοδυτικά του τομέα Καλαμά) ήταν ασθενής και καθώς η αρματική επίθεση στην Ελαία βρισκόταν σε εξέλιξη, ο Κατσιμήτρος διέταξε την σύμπτυξη των υποτομέων Γκρίμπιανης και Γρανιτσοπούλας από τη θέση τους δυτικά του Καλαμά, προς τις επίσης οργανωμένες θέσεις των υποτομέων Ζίτσας και Σουλόπουλου, ανατολικά του Καλαμά. Ο στρατηγός προέβη στην ενέργεια αυτή για να εξοικονομήσει περισσότερη εφεδρεία, αφού οι ανάγκες του καθημερινά αυξάνονταν. Η σύμπτυξη έγινε τη νύχτα της 3ης προς 4ης Νοεμβρίου, με τόσο αριστοτεχνικό τρόπο, ώστε ο εχθρός δεν την αντιλήφθηκε και ενήργησε σφοδρότατο βομβαρδισμό στις εγκαταλειφθείσες θέσεις.
Αν και η Ανώτατη Ιταλική Διοίκηση ματαίωσε τη συνέχιση της επίθεσης, που είχε σχεδιάσει για τις 4 Νοεμβρίου, προκειμένου να την οργανώσει καλύτερα και να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό των δυνάμεων της, η επιθετική δραστηριότητα της αεροπορίας, του πυροβολικού και των μονάδων ελιγμού της πρώτης γραμμής ήταν συνεχής.
Τη νύχτα 3 προς 4 Νοεμβρίου, οι Ιταλοί κατάφεραν να διασχίσουν τον Καλαμά στην περιοχή του Αγίου Αθανασίου, αλλά ύστερα από αντεπίθεση των ελληνικών δυνάμεων απωθήθηκαν και πάλι πέρα από το ποτάμι.
Τις τρεις αυτές ημέρες, το πεζικό και το πυροβολικό των Ελλήνων καταπονήθηκε πολύ από τις πτήσεις χαμηλού ύψους της ιταλικής αεροπορίας. Για να μην αποκαλυφθούν οι θέσεις τους, το μεν πυροβολικό τηρούσε αναγκαστική σιγή και δεν ανταποκρινόταν ακόμη και σε αιτήματα του πεζικού απόλυτης ανάγκης, ενώ το πεζικό αναγκαζόταν να παραμείνει μέσα στα ορύγματα.
Τη νύχτα 4 προς 5 Νοεμβρίου, ελληνικές αναγνωρίσεις και αποσπάσματα εστάλησαν έξω από την αμυντική τοποθεσία, στη Βουρλιόζα και στη γέφυρα του Καλαμά, όπου μάζεψαν τις μοτοσικλέτες και τα άρματα που είχαν αφήσει εκεί οι Ιταλοί στις 3 Νοεμβρίου. Επίσης, επιθετικές αναγνωρίσεις εστάλησαν στη γέφυρα του Αγίου Αθανασίου και στις θέσεις ανατολικά του Καλαμά, του υποτομέα Γρίμπιανης, από όπου μετέφεραν υλικά, τα οποία είχαν εγκαταλείψει όταν συμπτύχθηκαν την προηγούμενη νύχτα.
Οι Ιταλοί μόλις το απόγευμα τις 4ης Νοεμβρίου διαπίστωσαν ότι οι προωθημένες θέσεις δυτικά του Καλαμά είχαν εγκαταλειφθεί από τους Έλληνες και στης 05:00 της 5ης Νοεμβρίου εγκατέστησαν βάση πυρός στο ύψωμα Λεπροβούνι. Ο Στρατηγός Πράσκα ανέφερε στον Στρατηγό Μπαντόλιο ότι η επικείμενη ελληνική επιστράτευση επέβαλλε να σταλούν νέες δυνάμεις από την Ιταλία, για να μην χαθούν όσα εδάφη ως τότε είχαν καταλάβει.
Οι ιταλικές επιθετικές προσπάθειες για την κατάληψη της Γκραμπάλας (από το χωριό Αρίστη), της Ελαίας και της Βροντισμένης, που επαναλήφθηκαν στις 5 Νοεμβρίου, απέτυχαν και αρκετά εχθρικά άρματα καταστράφηκαν μπροστά στη Βροντισμένη, στις ελώδεις εκτάσεις του Καλαμά. Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο ασύρματος της VIII Μεραρχίας υπέκλεψε ένα ραδιογράφημα της ιταλικής μονάδας που έλεγε:
«Είμαστε υποχρεωμένοι να αναστείλουμε τις επιχειρήσεις αναμένοντας ενισχύσεις. Οι Έλληνες που είναι γνωστοί για το πείσμα και την επιμονή τους, οργάνωσαν από τον καιρό της ειρήνης το τραχύ και ανώμαλο έδαφος της Ηπείρου με τέτοια μεθοδικότητα και επιμέλεια, ώστε κάθε βράχος αποτελεί μια φωλιά πολυβόλων και κάθε σπήλαιο μια θέση άμυνας και παρουσιάζουν τόση λύσσα στον αγώνα, ώστε χρειάζονται περισσότερα και ισχυρότερα μέσα για να τους εκδιώξουμε.»
Στις 6 Νοεμβρίου, το ιταλικό πεζικό επιχείρησε να καταλάβει τα υψώματα Νεγράδων αλλά αναχαιτίσθηκε από τα αυτόματα όπλα και τα τυφέκια των Ελλήνων, καθώς το πυροβολικό αντιμετώπιζε έλλειψη πυρομαχικών. Την ημέρα αυτή οι Ιταλοί προετοίμαζαν νέα επιθετική προσπάθεια προς τα δύο πλευρά της τοποθεσίας Ελαίας και ιδιαίτερα, στην Γκραμπάλα και στην Ασόνιτσα.
Στις 7 Νοεμβρίου, η ιταλική αεροπορία από τις 09:00 -11:00 και κατόπιν το πυροβολικό από τις 11:00-13:00, βομβάρδιζαν αδιάκοπα την περιοχή της Γκραμπάλας, χωρίς θετικά αποτελέσματα, αφού προτού λάβουν την επαφή οι δυνάμεις τους, στις 16:30 περίπου, διασκορπίστηκαν από το ελληνικό πυροβολικό. Στις 22:00, μια ιταλική διλοχία αναρριχήθηκε και εφόρμησε κατά της Γκραμπάλας κυριεύοντας τη νότια κορυφή της (ύψωμα 1060). Οι ελληνικές δυνάμεις αντεπιτέθηκαν και μετά από αγώνα σώμα με σώμα και με τη χρήση χειροβομβίδων ανακατέλαβαν το ύψωμα. Στα στήθη των νεκρών της ιταλικής διλοχίας βρέθηκαν μεταλλικά εμβλήματα (ταυτότητες), με τα στοιχεία «47 RQT» και την επιγραφή: «FANTI DELLA MORTI», δηλαδή «στρατιώτες θανάτου».
Στις 8 Νοεμβρίου, τα ελληνικά παρατηρητήρια διαπίστωσαν μια ασυνήθιστη κίνηση ιταλικών μεταγωγικών αυτοκινήτων στα μετόπισθεν και ιδιαίτερα στο Χάνι Δελβινάκι. Επίσης, παρατηρούσαν και αλλαγή θέσεων του ιταλικού πυροβολικού προς τα πίσω, αλλά και απουσία αρμάτων μπροστά στην αμυντική τοποθεσία της Ελαίας. Οι κινήσεις αυτές αποτελούσαν μια πρώτη ένδειξη ότι οι Ιταλοί εγκατέλειπαν την τοποθεσία.
Πηγή: (Περιοδικό: Β' Παγκόσμιος Πόλεμος)
©2008
1 σχόλιο:
Καταπληκτικό άρθρο!
Δημοσίευση σχολίου